Οι κλοπές, οι διαρρήξεις, οι επιθέσεις και οι ληστείες, είναι αδικήματα που βρίσκονται, εδώ και χρόνια, στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας, αναφέρει το Ανώτατο Δικαστήριο σε απόφασή του με την οποία απορρίπτει δύο εφέσεις εναντίον των ποινών που επιβλήθηκαν πρωτόδικα, σημειώνοντας παράλληλα ότι «το αυτονόητο, πως εκεί όπου συγκεκριμένα αδικήματα βρίσκονται σε έξαρση τότε δικαιολογείται η επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών προς αποτροπή». Παράλληλα, το Ανώτατο στην απόφασή του αναφέρει ότι «το Πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο δεν παρέβλεψε ή υποβάθμισε οποιοδήποτε στοιχείο εξατομίκευσης της ποινής, αλλά ατυχώς χαρακτήρισε τα αδικήματα ως λιγότερο σοβαρά, και τελικά επέβαλε στους Εφεσείοντες επιεικείς, θα λέγαμε, ποινές».
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία παρατίθενται στην απόφασή, «το περιστατικό που αφορά το κατηγορητήριο των κατηγορουμένων, έλαβε χώρα στις 20/10/2016 στις 03:30. Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, ενεργώντας ομαδικά (μαζί και με ένα άλλο πρόσωπο), ανέκοψαν το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο παραπονούμενος, του επιτέθηκαν, και αφού του προκάλεσαν χτυπήματα σε διάφορα μέρη του σώματος του, του έκλεψαν ένα χρυσό σταυρό με καδένα άγνωστης αξίας, το πορτοφόλι του αξίας €25 (το οποίο περιείχε €50 και σε αυτό βρισκόταν και το δελτίο ταυτότητας του), το κινητό του τηλέφωνο αξίας €200 και δύο μεγάφωνα αυτοκινήτου αξίας €50».
«Κατά τη διάρκεια του περιστατικού, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 και ο συνεργός τους, φορούσαν κουκούλες (ο ένας εκ αυτών και γυαλιά ηλίου) και για την επίθεση τους εναντίον του παραπονουμένου, χρησιμοποιήθηκε, από έναν από αυτούς, αδιευκρίνιστο ποιος, και σιδερολοστός. Περαιτέρω, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, με τον συνεργό τους, προκάλεσαν κακόβουλη ζημιά στο αυτοκίνητο του παραπονουμένου, ήτοι, στην πόρτα του οδηγού και στον μπροστινό του προφυλακτήρα, που δεν εκτιμήθηκε και η αξία αποκατάστασης της παρέμεινε άγνωστη. Συνεπεία της επίθεσης, ο παραπονούμενος υπέστη τη σωματική βλάβη που καταγράφει το πιστοποιητικό του ιατροδικαστή, που τον εξέτασε», αναφέρεται.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, προστίθεται, «αφού έθεσε ενώπιον του όχι μόνο τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων αλλά και όλους τους άλλους μετριαστικούς παράγοντες, στους οποίους έκαναν αναφορά οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσειόντων, επέβαλε την 1.6.2020 στον 1ον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 17 μηνών στη δεύτερη κατηγορία και ποινή φυλάκισης 6 μηνών στην τρίτη κατηγορία, και στον 2ον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 4 ετών στη δεύτερη κατηγορία και ποινή φυλάκισης 17 μηνών στην τρίτη κατηγορία. Ορθά δεν επέβαλε ποινή στην πρώτη κατηγορία. Περαιτέρω διέταξε όπως οι επιβληθείσες ποινές συντρέχουν και για τους δύο Εφεσείοντες».
Όπως αναφέρεται, «και οι δύο Εφεσείοντες, με τις υπό εκδίκαση εφέσεις, θεωρούν ότι οι ποινές φυλάκισης που τους επέβαλε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είναι έκδηλα υπερβολικές. Υποστηρίζουν και οι δύο πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά τη φραστική αναφορά σε ελαφρυντικά, ουσιαστικά δεν έδωσε καμία βαρύτητα και/ή δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα σε όλα τα ελαφρυντικά, που είχαν τεθεί ενώπιον του».
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης «δεν είναι λίγες οι φορές που τα Δικαστήρια μας έχουν σημειώσει πως οι κλοπές, οι διαρρήξεις, οι επιθέσεις και οι ληστείες, είναι αδικήματα που βρίσκονται, εδώ και χρόνια, στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας».
«Ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο κάνει αναφορά στην έξαρση του αδικήματος της ληστείας και άλλων ομοειδών αδικημάτων, και ορθά ο 1ος Εφεσείων απέσυρε τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης», σημειώνεται.
Αναφέρεται «το αυτονόητο, πως εκεί όπου συγκεκριμένα αδικήματα βρίσκονται σε έξαρση τότε δικαιολογείται η επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών προς αποτροπή».
Όπως επισημαίνεται, «τα Δικαστήρια έχουν ευθύνη, με τις ποινές που επιβάλλουν, στο πλαίσιο πάντα και των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης, να συμβάλλουν στην εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας και στην προστασία των δικαιωμάτων των συνανθρώπων μας».
Παράλληλα, το Ανώτατο διευκρινίζει ότι «είναι γνωστό ότι το είδος και η επιμέτρηση της ποινής είναι έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει και την πρωταρχική ευθύνη».
Το Εφετείο, επεξηγείται, «όταν εξετάζει εφέσεις κατά επιβληθεισών ποινών, δεν καλείται να επανακαθορίσει αυτές. Εκείνο που εξετάζει είναι κατά πόσο οι επιβληθείσες ποινές είναι έκδηλα υπερβολικές ή έκδηλα ανεπαρκείς ή κατά πόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο επιβάλλοντας τις ποινές στηρίχθηκε σε λανθασμένη νομική αρχή».
Βρίσκουμε, αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου, «ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο δεν παρέβλεψε ή υποβάθμισε οποιοδήποτε στοιχείο εξατομίκευσης της ποινής, αλλά ατυχώς χαρακτήρισε τα αδικήματα ως λιγότερο σοβαρά, και τελικά επέβαλε στους Εφεσείοντες επιεικείς, θα λέγαμε, ποινές», ενώ προστίθεται ότι «δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης μας».
«Εν κατακλείδι, βρίσκουμε πως όλοι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται», καταλήγει η απόφαση του Ανωτάτου.
Πηγή : ΚΥΠΕ